λελῃτουργημένα

λελῃτουργημένα
λειτουργέω
serve public offices at one's own cost
perf part mp neut nom/voc/acc pl
λελῃτουργημένᾱ , λειτουργέω
serve public offices at one's own cost
perf part mp fem nom/voc/acc dual
λελῃτουργημένᾱ , λειτουργέω
serve public offices at one's own cost
perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • λειτουργώ — και λειτρουγώ (AM λειτουργῶ, έω, Α και λῃτουργῶ, Μ και λειτρουγῶ) 1. (για τα όργανα τού σώματος) εκτελώ λειτουργία («μίαν μέν τινα ἐργασίαν λειτουργεῑ ἡ τοῡ στόματος δύναμις», Αριστοτ.) 2. (για ιερέα) ιερουργώ στον ναό, τελώ τη Θεία Λειτουργία 3 …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”